βαφτίζομαι

βαφτίζομαι
βαφτίζομαι, βαφτίστηκα, βαφτισμένος βλ. πίν. 34

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φωτίζω — φώτισα, φωτίστηκα, φωτισμένος, μτβ. και αμτβ. 1. δίνω φως, φέγγω, λάμπω: Αυτό το φανάρι δε φωτίζει καλά. 2. μτφ., διαφωτίζω, δίνω εξηγήσεις, πληροφορώ, κάνω κάποιον ενήμερο: Θέλω να με φωτίσεις σ αυτότο θέμα. 3. έχω ισχυρή την όραση: Με όλα τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”